βοῦα

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοῦα Medium diacritics: βοῦα Low diacritics: βούα Capitals: ΒΟΥΑ
Transliteration A: boûa Transliteration B: boua Transliteration C: voya Beta Code: bou=a

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀγέλη παίδων, at Sparta, Hsch.

German (Pape)

[Seite 455] ἡ, eine Abtheilung der spartanischen Jugend, Hesych.

Greek Monolingual

βούα, η (Α)
«ἀγέλη παίδων» — ομάδα παιδιών στην αρχαία Σπάρτη με εκπαιδευτή τον βουαγό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για ιλλυρική λ. που σημαίνει φυή «σωματική διάπλαση, ανάπτυξη», πράγμα πολύ αμφίβολο από σημασιολογικής απόψεως. Πιθ. συνδέεται με τη λ. βους].