ἄσχυ
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
τό,
A inspissated juice of the fruit of the bird-cherry, Prunus Padus, Hdt.4.23.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
suc noir et épais d’un arbre de Scythie.
Étymologie: DELG emprunt certain.
Spanish (DGE)
τό
jugo espeso y negro procedente del póntico, árbol de Escitia, Hdt.4.23, cf. ἄσχυ· ἀπόρευμα δένδρου Theognost.Can.p.79.12.
Greek Monotonic
ἄσχυ: τό, συμπυκνωμένος χυμός από Σκυθικό δέντρο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσχυ: τό асхи (сгущенный сок скифского дерева «понтика») Her.