βάρβιτος
Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn
English (LSJ)
ἡ or ὁ,
A musical instrument of many strings (πολύχορδος Theoc.16.45), invented by Terpander, Pi.Fr.125; freq. used for the lyre, Anacr.143, B.Scol.Oxy.1361.1.1, E.Cyc.40, Ar.Th.137, etc.: fem. in Anacreont.23.3, but masc. in 14.34: in earlier Poets the gender is not determined:—later βάρβῐτον, τό, as in Latin, Neanth. 5, D.H.7.72, Ath.4.175e, etc. (Prob. a foreign word, Str.10.3.17.)
German (Pape)
[Seite 433] ἡ, ein lyraähnliches, vielsaitiges Saiteninstrument, πολύχορδος Theocr. 16, 45; vgl. jedoch Anaxil. bei Ath. IV, 183 b, wo aber mit Mein. τριχόρδους als subst. zu fassen u. nicht mit βαρβίτους zu verbinden; βαρύμιτος Poll. 4, 59; Eur. Alc. 346 Cycl. 40; Ar. Th. 137; oft bei Anacr., der es = λύρα braucht; ὁ βάρβιτος 23, 3, nach Mehlh.; Ath. IV, 182 f u. a. Sp.; τὸ βάρβιτον 175 e Dion. Hal. 7, 72; vgl. Bergk zu Anacr. frg. p. 250. Das Wort ist nach Strab. nicht griechisch.
Greek (Liddell-Scott)
βάρβῐτος: ἡ, ἢ ὁ, μουσικὸν ὄργανον μὲ πολλὰς χορδὰς (πολύχορδος Θεόκρ. 16. 45), ὅμοιον πρὸς τὴν λύραν καὶ συχνάκις ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς τῆς λύρας, πρῶτον παρ’ Ἀνακρ., ἴδε Bgk. Ἀποσπ. 113· ἀκολούθως ἐν Εὐρ. Κύκλ. 40, Ἀριστοφ. Θεσμ. 137, κτλ.· θηλ. ἐν Ἀνακρεοντ. 1. 3, ἀλλ’ ἀρσ. ἐν 9. 34· - παρὰ παλαιοτέροις ποιηταῖς τὸ γένος δὲν εἶναι ὡρισμένον. Παρὰ μεταγεν. ἔχομεν καὶ τύπον βάρβῐτον, τό, ὡς ἐν τῇ Λατιν., Διον. Ἁλ. 7. 72. Ἀθήν., κλ. (Λέξις ξένη, πιθ. ἀνατολική, ὡς τὰ μάγαδις, νάβλας ἢ νάβλα, σαμβύκη, Στράβ. 471).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ ou ὁ)
barbitos, instrument de musique à plusieurs cordes.
Étymologie: DELG p.ê. emprunt phrygien.
Spanish (DGE)
(βάρβῐτος) -ου, ὁ
• Morfología: [fem. ἁ Anacreont.23.3, ἡ Sch.Ar.Eq.522, neutr. τὸ β. Simon.126.10D., Neanth.5, D.H.7.72, AP 7.23b, 588 (Paul.Sil.), Nonn.D.42.253, Procl.Chr.60]
mús. bárbiton instrumento de cuerda parecido a la lira, de sonido más grave, Sapph.176, Anacr.149, B.Fr.20B1, C2, considerado invento de Terpandro, Pi.Fr.125, de Anacreonte, Neanth.5, cf. Theoc.16.45
•ἀοιδαῖς βαρβίτων σαυλούμενοι E.Cyc.40, cf. Alc.345, Ar.Th.137, Anaxil.15, πηκτίδες καὶ βάρβιτοι Arist.Pol.1341a40, cf. Plu.2.629d, Anacreont.15.34, l.c., βάρβιτα κρέκοντες D.H.l.c., cf. Simon.l.c., AP ll.cc., Nonn.l.c., Procl.l.c.
Greek Monolingual
βάρβιτος, η, ο και βάρβιτον, το (Α)
1. πολύχορδο μουσικό όργανο, παρόμοιο με τη λύρα
2. η λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ξένη λέξη, άγνωστης προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. βαρβιτίζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. βαρβιτωδός].
Greek Monotonic
βάρβῐτος: ἡ ή ὁ, μουσικό όργανο με πολλές χορδές (πολύχορδος, σε Θεόκρ.), όπως η λύρα, το οποίο συχνά χρησιμ. αντί της ίδιας της λύρας, σε Ανακρ., Ευρ. κ.λπ. (πιθ. ανατολ. λέξη).