ἔταλον

From LSJ
Revision as of 07:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔταλον Medium diacritics: ἔταλον Low diacritics: έταλον Capitals: ΕΤΑΛΟΝ
Transliteration A: étalon Transliteration B: etalon Transliteration C: etalon Beta Code: e)/talon

English (LSJ)

τό, (ἔτος)

   A yearling, Schwyzer644.18 (Aegae, iv/iii B. C.); also ἔτελον, ib.252.11 (Cos, iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔταλον: τὸ, ἐνιαύσιον, ἀρνηάδων ἔταλα Ἐπιγραφ. Αἰολ. Hoffmann GD. II, σ. 10, ἀριθμ. 155α18, κτλ.

Greek Monolingual

ἔταλον, τὸ (Α)
ετήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. του έτος. Παράλληλος τύπος έτελον, εν αντιθέσει προς το τέλειον «ενήλικο ζώο». Για τη μεταβολή του θ. έτος, έταλον / έτελον, πρβλ. νέφος, νεφέλη, άγκος, αγκάλη. Με μεταβολή λ:ν το θ. εμφανίζεται στο αρχ. ελλ. επηετανός «ετήσιος». Στις γερμ. γλώσσες απαντά αντίστοιχο θ. με μεταβολή l:r
γοτθ. wi?rus «αρνάκι (ενός έτους)», νέο άνω γερμ. widder «κριός»].