ἔταλον
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
English (LSJ)
τό, (ἔτος)
A yearling, Schwyzer644.18 (Aegae, iv/iii B. C.); also ἔτελον, ib.252.11 (Cos, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔταλον: τὸ, ἐνιαύσιον, ἀρνηάδων ἔταλα Ἐπιγραφ. Αἰολ. Hoffmann GD. II, σ. 10, ἀριθμ. 155α18, κτλ.
Greek Monolingual
ἔταλον, τὸ (Α)
ετήσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγ. του έτος. Παράλληλος τύπος έτελον, εν αντιθέσει προς το τέλειον «ενήλικο ζώο». Για τη μεταβολή του θ. έτος, έταλον / έτελον, πρβλ. νέφος, νεφέλη, άγκος, αγκάλη. Με μεταβολή λ:ν το θ. εμφανίζεται στο αρχ. ελλ. επηετανός «ετήσιος». Στις γερμ. γλώσσες απαντά αντίστοιχο θ. με μεταβολή l:r
γοτθ. wi?rus «αρνάκι (ενός έτους)», νέο άνω γερμ. widder «κριός»].