ἐρύσιμον
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A hedge-mustard, Sisymbrium polyceratium, Thphr. HP8.3.1, Dsc.2.158 : εἰρύσιμον in Nic.Th.894, Orph.A.917 ; cf. ῥύσιμον. 2 as Adj., ἐρύσιμον· ἑλκύσιμον, Phot.
German (Pape)
[Seite 1037] τό, ein Gartengewächs, Theophr.; bei Nic. Ther. 894 εἰρύσιμον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρύσῐμον: τὸ, «ἄγριον κάρδαμον» (Ἡσύχ.), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1· εἰρύσιμον ἐν Νικ. Θ. 894· ὡσαύτως ῥύσιμον. 2) ἐρύσιμον, «ἑλκύσιμον» Φώτ.