κορσός

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορσός Medium diacritics: κορσός Low diacritics: κορσός Capitals: ΚΟΡΣΟΣ
Transliteration A: korsós Transliteration B: korsos Transliteration C: korsos Beta Code: korso/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κορμός, Hsch. (Cf. κοῦρος (B).)

Greek (Liddell-Scott)

κορσός: ό, = κορμός, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κορσός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ-σ- που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ- της ρίζας κερ- (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση -σ-. Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., του οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ. κόρση σήμαινε το «κόψιμο τών μαλλιών» (έτσι τήν ετυμολογούσαν και οι Αρχαίοι), ενώ στη συνέχεια δήλωσε τα ίδια τα μαλλιά, ιδίως στα πλάγια της κεφαλής, στους κροτάφους].