κόμαρος
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ἡ, Ar.Av.620, Thphr.HP3.16.4, also ὁ, Amphis 38, Alciphr. 3.12:—
A strawberry-tree, Arbutus Unedo, Ar. l.c., Thphr.HP1.5.2, Theoc.5.129,9.11, Gal.12.34, Longus 2.16.
German (Pape)
[Seite 1476] ὁ u. ἡ, der Erdbeerbaum, arbutus; Amphis bei Ath. II, 50 f; Theophr. u. Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κόμαρος: ἡ, ἡ «κουμαριά», arbutus, Ἀριστοφ. Ὄρν. 620, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.˙ ὡσαύτως ὁ, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6. Οἱ καρποὶ αὐτῆς ἐκαλοῦντο μιμαίκυλα, «κούμαρα». Τὸ ἄγριον εἶδος αὐτῆς ἐκαλεῖτο ἀνδράχνη, Γαλην. 6. 219, 13.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
arbousier, arbre.
Étymologie: DELG pas d’étym. assurée.
Greek Monolingual
η (AM κόμαρος ό, ή)
η κουμαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κόμη «φύλλωμα δένδρου» + κατάλ. -αρος (πρβλ. κίσθ-αρος, κίσσ-αρος)].
Greek Monotonic
κόμᾰρος: ἡ, το δέντρο «κουμαριά», arbutus, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κόμᾰρος: ἡ земляничное дерево, земляничник (Arbutus unedo) Arph., Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόμαρος -ου, ἡ [~ κόμαρι: rode verf] arbutus, aardbeiboom.