ῥόμος

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόμος Medium diacritics: ῥόμος Low diacritics: ρόμος Capitals: ΡΟΜΟΣ
Transliteration A: rhómos Transliteration B: rhomos Transliteration C: romos Beta Code: r(o/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A wood-worm, Arc.59.24; ῥόμοξ, Hsch.(s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥόμος: ὁ, ὁ ἐν τοῖς ξύλοις γινόμενος σκώληξ, Λατ. teredo, Ἀρκάδ. 59, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και ῥόμοξ, ὁ, Α
το σκουλήκι του ξύλου, το σαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε ΙΕ. τ. wŗm-os «σκουλήκι» με φωνηεντισμό -ρο- (πιθ.
διαλεκτικό) και συνδέεται με το βοιωτ. ανθρωπωνύμιο Fάρμιχος και επίσης με τα: γοτθ. waurms, γερμ. Wurm και το λατ. vermis (πρβλ. και λ. ἕλμινς). Οι τ. ανάγονται πιθ. στην ευρύτατη ΙΕ ρίζα wer- «γυρίζω, ελίσσομαι» (πρβλ. ρέμβομαι)].