σπλήν

From LSJ
Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπλήν Medium diacritics: σπλήν Low diacritics: σπλήν Capitals: ΣΠΛΗΝ
Transliteration A: splḗn Transliteration B: splēn Transliteration C: splin Beta Code: splh/n

English (LSJ)

ὁ, gen. σπληνός:—

   A milt, spleen, Hdt.2.47, Hp.VM22, Ar. Fr.506.4, Antiph.222.8; τὸν σ. ἐκβαλεῖν, of one dying with anxiety, Ar.Th.3.    2 pl. σπλῆνες, affections of the spleen, Hp.Aph.3.22.    3 αἰγὸς σ., = μολόχη, mallow, Ps.-Dsc.2.118.    II = σπληνίον 1, Hp.Off.12. (Prob. cogn. with σπλάγχνον and with Skt. plīhán-, Lat. lien, Slav. slèzena, Lith. blužnìs.)

German (Pape)

[Seite 922] ὁ, gen. σπληνός, die Milz; Her. 2, 47; πρὶν τὸν σπλῆνα κομιδῇ μ' ἐκβαλεῖν, Ar. Thesm. 3; Plat. Tim. 72 c im plur., Milzsucht. – Auch ein Verband, wie σπλήνιον.

Greek (Liddell-Scott)

σπλήν: ὁ, γεν. σπληνός· - ἡ «σπλήνα», Ἡρόδ. 2. 47, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλωτ.» 1. 8· τὸν σπλῆνα ἐκβάλλειν, ἐπὶ τοῦ ἐκ τῆς μερίμνης καὶ στενοχωρίας ἀποθνήσκοντος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 3. 2) πληθ. σπλῆνες, πάθη, ἀσθένεια τοῦ σπληνός, Ἱππ. Ἀφ. 1248. 3. 3) αἰγὸς σπλήν, ὄνομα τῆς μαλάχης, Διοσκ. 2. 144. ΙΙ. = σπληνίον, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 745. (Συγγενὲς πρὸς τὸ σπλάγχνον· πρβλ. Σανσκ. plihan· Λατιν. lien· Σλαυ. slezena· Λιθ. bluznis).

French (Bailly abrégé)

σπληνός (ὁ) :
rate.
Étymologie: DELG étym. difficile dans le détail, apparenté à σπλάγχνον.

Greek Monolingual

-ηνός, ὁ, ΜΑ
βλ. σπλήνα.

Greek Monotonic

σπλήν: ὁ, γεν. σπληνός, σπλήνα, αδένας πάνω απ' το νεφρό, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπλήν σπληνός, ὁ [~ σπλάγχνον] milt:. πρὶν τὸν σπληνὰ κομιδῇ μ ’ ἐκβαλεῖν voordat ik mijn milt er helemaal uitgooi Aristoph. Th. 3. geneesk. aandoening van de milt. Hp. Aph. 3.22. kompres, drukverband. Hp. Off. 12.

Russian (Dvoretsky)

σπλήν: σπληνός ὁ селезенка Her., Arst.: τὸν σπλῆνα ἐκβαλεῖν погов. Arph. умереть в мучениях.