σμίνθος

From LSJ
Revision as of 03:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμίνθος Medium diacritics: σμίνθος Low diacritics: σμίνθος Capitals: ΣΜΙΝΘΟΣ
Transliteration A: smínthos Transliteration B: sminthos Transliteration C: sminthos Beta Code: smi/nqos

English (LSJ)

ὁ,

   A mouse (Mysian word, Sch.Il.1.39), A.Fr.227, Lyc. 1306, AP9.410 (Tull. Sab.), Str.13.1.48 (where codd. σμίνθιοι):— also σμίνθα, ἡ, Hsch.—Cf. Σμινθεύς.

German (Pape)

[Seite 911] ὁ, seltener σμίνθα, ἡ, eine Maus, meist nur bei Dichtern, Aesch. frg. 208, Lycophr. 1307; auch Ael. H. A. 12, 5; nach Schol. Ven. Il. 1, 39 ein kretisches Wort.

Greek (Liddell-Scott)

σμίνθος: ὁ, μῦς, ποντικὸς (λέξις Κρητική, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 39), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226, Λυκόφρ. 1307, Ἀνθ. Π. 9. 410, Στράβ. 613 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα σμίνθιοι), Ἡσύχ.· - Πρβλ. Σμινθεύς.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
rat, animal.
Étymologie: DELG mot mysien.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ποντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από την περιοχή της Μικράς Ασίας, πιθ. από τη Μυσία].

Greek Monotonic

σμίνθος: ὁ, ποντικός (Κρητική λέξη), σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σμίνθος: ὁ крит. мышь Aesch., Anth.