στία
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A small stone, pebble, ἐσχάρη . . στιάων an altar made of pebbles, A.R.2.1172 (Sicyonian acc. to Sch.): also στῖον, τό, Hp. ap. Gal.19.140. [ῑ: written στηά and στηάς in Hsch., who adds the senses στενοχωρία and λιθοκονία: pl. στεῖαι acc. to Sch.Cyrill.in Reitzenstein Ind.Lect.Rost.1890/91.8: perh. cogn. with στέαρ.]
German (Pape)
[Seite 942] ἡ, wie ψῆφος, Steinchen, bes. in Flüssen, Kiesel, Schol. Ap. Rh. 2, 1176, auch στῖον, VLL. (s. πολύστιος). Die Unkenntniß der Länge des ι machte, daß Sp. στεία, στεῖον schrieben. Es ist vielleicht nur mundartlich von ψιά verschieden.
Greek (Liddell-Scott)
στία: ἡ, ὡς τὸ ψῆφος, μικρὸς λίθος, ψηφίς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176 (ἔνθα ἴδε Σχολ.)· ὡσαύτως στῖον, τὸ, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἡσύχ.· πρβλ. στιάζω. στιώδης. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Γοτθ. stains, Ἀγγλ. stone, λίθος, κτλ.). [ῑ· μεταγενέστεροι δὲ συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες τοῦτο ἔγραψαν στεία, στεῖον].
Greek Monolingual
ἡ, Α
μικρός λίθος, λιθαράκι, ψηφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα stāi- / stī- «συμπυκνώνω, στερεώνω, σκληραίνω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. styāyate «στερεώνομαι, σκληραίνω» και με το επίθ. styāna- «στερεωμένος», πιθ. με γοτθ. stains, αρχ. άνω γερμ. stein και αρχ. σλαβ. stĕna «πέτρα, λίθος». Στην ίδια ρίζα με μακρό φωνηεντισμό ανάγεται και η λ. στέαρ (< στᾱy-αρ)].