εὐκατέργαστος

From LSJ
Revision as of 21:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατέργαστος Medium diacritics: εὐκατέργαστος Low diacritics: ευκατέργαστος Capitals: ΕΥΚΑΤΕΡΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: eukatérgastos Transliteration B: eukatergastos Transliteration C: efkatergastos Beta Code: eu)kate/rgastos

English (LSJ)

ον,

   A easy to work, χώρα Thphr.CP4.7.3 (Comp.); ἔρια Gal. 18(2).525; of food, easy of digestion, X.Mem.4.3.6 (Comp.), Diph.Siph. ap. Ath.2.91e, Dsc.2.90, Sor.1.49.    2 easy of accomplishment, D.Ep.1.6 (Comp.), Arist.Rh.1363a31; εὐκατεργαστότερόν ἐστι c. inf., X.HG6.1.12.    3 easy to subdue or conquer, D.H.3.20; πᾶσιν Plu.Pyrrh.19.

German (Pape)

[Seite 1074] leicht zu bearbeiten, γῆ, Theophr.; leicht auszuführen, Xen. Hell. 6, 1, 12, im compar.; Arist. rhet. 1, 6; – leicht zu überwältigen, D. Hal. 3, 30; Plut. Pyrrh. 19; – leicht zu verdauen, Xen. Mem. 3, 4, 6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατέργαστος: -ον, ὃν εὐκόλως καταργάζεταί τις, χώρα Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 7, 3· ἔρια Γαλην. τ. 12. σ. 226F· ἐπὶ τροφῆς, εὔπεπτος, εὐκολοχώνευτος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 6. 2) εὐχερῶς κατορθούμενος, Δημ. 1464. 65, Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 29· εὐκατεργαστότερόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλην. 6. 1, 12. 3) εὐκατάβλητος, εὐκαταμάχητος, Διον. Ἁλ. 3, 20, Πλουτ. Πύρρ. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 facile à digérer;
2 facile à accomplir, à exécuter;
3 facile à soumettre ou à conquérir.
Étymologie: εὖ, κατεργάζομαι.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, -ον)
αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.)
αρχ.
1. (για τροφές) εύπεπτος
2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα
3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («καταφρονήσαντες ὑμῶν ὡς πᾱσιν εὐκατεργάστων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-εργαστος (< κατ-εργάζομαι), πρβλ. α-κατ-έργαστος, πολυ-κατ-έργαστος].

Greek Monotonic

εὐκατέργαστος: -ον (κατεργάζομαι),·
1. αυτός που δουλεύεται εύκολα· λέγεται για τροφή, εύπεπτος, ευκολοχώνευτος, σε Ξεν.
2. αυτός που περατώνεται, πραγματοποιείται εύκολα, στον ίδ.
3. αυτός που εύκολα υποτάσσεται, που αναχαιτίζεται εύκολα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκατέργαστος: 1) легко выполнимый Arst.: ἔτι εὐκατεργαστότερον ἡγοῦμαι εἶναι Xen. (это) представляется мне делом еще более легким;
2) легко перерабатываемый, удобоваримый (sc. τροφή Xen.);
3) легкий для завоевания (πᾶσιν Plut.).