καταμέλλω
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
A procrastinate, Plb.4.30.2, al., Phld.Herc.1251.8.
German (Pape)
[Seite 1363] (s. μέλλω), verzögern, aufschieben, zaudern, bes. im Kriege den Feind nicht angreifen wollen, Pol. 4, 30, 2. 60, 7. 9 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
καταμέλλω: λίαν μέλλω καὶ ἀναβάλλω, διστάζω νὰ πράξω τι, Λατ. detrectare pugnam, ἰδίως ἐν πολέμῳ, ἀναβάλλω καὶ ἀποφεύγω νὰ προσβάλω τὸν ἐχθρὸν ἐκ φόβου· ὑπερτιθεμένοις καὶ καταμέλλουσι καὶ καθόλου δεδιόσι Πολύβ. 4. 30, 2˙ ὀλιγωροῦντα καὶ κ. καὶ προϊέμενον ἀεὶ τοὺς δεομένους 60. 7, 9.
Greek Monolingual
καταμέλλω (Α)
(ιδίως σε καιρό πολέμου) αναβάλλω κάτι, βραδύνω να πράξω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + μέλλω «βραδύνω, διστάζω»].
Russian (Dvoretsky)
καταμέλλω: медлить, выжидать, затягивать, тянуть Polyb.