πρῳράτης
From LSJ
τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,= πρῳρεύς, opp. πρυμνήτης, X.Ath.1.2, Poll.1.95: metaph.,
A π. στρατοῦ S.Fr.524.1.
Greek (Liddell-Scott)
πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, πρῳρεύς, ἀντίθετ. τῷ πρυμνήτης, prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, Πολυδ. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pilote en second litt. « qui se tient à la proue ».
Étymologie: πρῴρα.
Greek Monotonic
πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, = πρῳρεύς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πρῳράτης: ου (ᾱ) ὁ
1) помощник кормчего (находившийся на носу и командовавший гребцами) Xen.;
2) предводитель (στρατοῦ Soph.).