ανήνιος

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145

Greek Monolingual

(I)
ἀνήνιος, -ον (Α)
1. ο χωρίς δυσφορία, δίχως πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί ανάνιος < αν- στερ. + ανία «δυσφορία, πόνος»].———————— (II)
ἀνήνιος, -ον (Α) ηνίον
ο χωρίς ηνία, αχαλίνωτος, θρασύς.