ενδέω

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐνδέω)
δένω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή στερεά μαζί με κάτι άλλο
αρχ.
1. συνδέω μαζί μου («μεγάλοις ὅρκοις ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον πόσιν», Ευρ.)
2. δεσμεύω με μάγια.———————— (II)
ἐνδέω (Α)
1. έχω έλλειψη ή ανάγκη, στερούμαι («τῶν δ' ἀληθινῶν πολύ ἐνδεῑν»)
2. είμαι ελλιπής («αἰτιασάμενος τὸν σταθμὸν ἐνδεῑν» — αφού βρήκε πρόφαση ότι το βάρος ήταν ελλιπές)
3. απρόσ. ἐνδει
υπάρχει έλλειψη.