αἵμων
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ονος, ὁ, dub. sens., perh.
A eager, Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης Il. 5.49; expl. by Gramm. as = δαίμων, for δαήμων, skilful, cf. EM251.13. II (αἷμα) bloody, E.Hec.90, dub.l.in A.Supp.847 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἵμων: -ονος, ὁ, = δαίμων Β, δαήμων, ἐπιτήδειος, ἔμπειρος, Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης, Ἰλ. Ε. 49· ἴδε Ἑρμάν. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1450. ΙΙ. (αἷμα) πλήρης αἵματος, Αἰσχύλ. Ἱκ. 847, Εὐρ. Ἑκ. 90.
French (Bailly abrégé)
1ων, ον ; gén. ονος;
sanglant.
Étymologie: αἷμα.
2ων, ον ; gén. ονος;
avide de, passionné pour, selon d’autres habile à (la chasse), gén..
Étymologie: DELG hapax d’origine incertaine.
English (Autenrieth)
skilled in, w. gen., Il. 5.496†.
Greek Monotonic
αἵμων: -ονος, ὁ I. = δαήμων, επιδέξιος, επιτήδειος, ικανός, έμπειρος σε κάτι· με γεν., αἵμονα θήρης, σε Ομήρ. Ιλ.
II. (αἷμα) γεμάτος από αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἵμων: 2, gen. ονος кровавый Aesch., Eur.
2, gen. ονος ловкий, искусный (θήρης Hom.).
Frisk Etymological English
-ονος
Grammatical information: adj.
Meaning: only Ε 49 Σκαμάνδριον αἵμονα θήρης, meaning uncertain (skilful?)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym. The proposal by Fay IF 26, 27ff. (to Lat. aemulor as raptor, rapax) was rejected by Kretschmer Glotta 3, 335. The word is found in Thessalian names, Ίππαίμων, Αἵμονος; Bechtel Dial. 1, 203.