λευκόπωλος

From LSJ
Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόπωλος Medium diacritics: λευκόπωλος Low diacritics: λευκόπωλος Capitals: ΛΕΥΚΟΠΩΛΟΣ
Transliteration A: leukópōlos Transliteration B: leukopōlos Transliteration C: lefkopolos Beta Code: leuko/pwlos

English (LSJ)

ον,

   A with white horses, ἡμέρα A.Pers.386, S.Aj.673; τέθριππον Plu.Cam.7; epith. of the Dioscuri (cf. λεύκιππος), Pi.P.1.66; at Thebes also of Amphion and Zethus, E.HF29; θεοί Id.Ph. 606.

German (Pape)

[Seite 34] mit weißen Rossen, fahrend, reitend; ἡμέρα, Aesch. Pers. 378 u. Soph. Ai. 658; Τυνδαρίδαι, die Dioskuren, die immer auf weißen Rossen reitend dargestellt werden, Pind. P. 1, 66; vgl. Eur. Herc. Fur. 29 Phoen. 606; λ. τέθριππον, ein Gespann von vier weißen Rossen, Plut. Camill. 7. Vgl. λεύκιππος.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόπωλος: -ον, ὁ μετὰ λευκῶν ἵππων, ἡμέρα Αἰσχύλ. Πέρσ. 386, Σοφ. Αἴ. 683· τέθριππον Πλουτ. Κάμιλλ. 7· - ὡς ἐπίθ. τῶν Διοσκόρων, ὡς τὸ λεύκιππος, Πινδ. Π. 1. 127· ἐν Θήβαις ἐπὶ τοῦ Ἀμφίονος καὶ Ζήθου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 29, Φοίν. 606.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
traîné ou porté par un cheval blanc ou des chevaux blancs.
Étymologie: λευκός, πῶλος.

English (Slater)

λευκόπωλος
   1 with white horses λευκοπώλων Τυνδαριδᾶν (P. 1.66)

Greek Monolingual

λευκόπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει λευκούς ίππους («καὶ τέθριππον ὑποζευξάμενος λευκόπωλον ἐπέβη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + πῶλος «νεαρός ίππος»].

Greek Monotonic

λευκόπωλος: -ον, αυτός που έχει λευκά άλογα, σε Τραγ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόπωλος: 1) несущийся на белых конях (ἡμέρα Aesch.);
2) белоконный (τέθριππον Plut.).