νεωλκέω
English (LSJ)
A haul a ship up on land, Thphr.HP5.7.2, Plb.1.29.3; τὰ σκάφη D.S.20.47: abs., Aristonym. ap. Stob.4.33.29:—Pass., νενεωλκημένα [πλοῖα] Ath.8.350b, cf. Alciphr.1.1: metaph., of a corpse, τὸ -ημένον ἐν τῇ κλίνῃ Phld.Mort.28.
German (Pape)
[Seite 249] das Schiff ins Trockene, ins νεώλκιον ziehen, was mit Walzen, φάλαγγες, geschah; τὰ νενεωλκημένα, Ath. VIII, 350 b; τὰς ναῦς, Pol. 1, 29, 3; Sp., wie Luc., νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε, Mort. D. 22, 2.
Greek (Liddell-Scott)
νεωλκέω: ἕλκω, σύρω, πλοῖον εἰς τὴν ξηράν, Λατ. subducere navem, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 2, Πολύβ. 1. 29, 3· τὰ σκάφη Διόδ. 20. 47· νενεωλκημένα πλοῖα Ἀθήν. 350B· ― τοῦτο ἐγίνετο ὡς καὶ νῦν διὰ τῶν φαλάγγων, τοποθετουμένων ὑπὸ τὸ πλοῖον.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tirer des navires à sec.
Étymologie: ναῦς, ἕλκω.
Greek Monotonic
νεωλκέω: μέλ. -ήσω, ρυμουλκώ πλοίο στη στεριά, Λατ. subducere navem, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
νεωλκέω: (о судах) вытаскивать на сушу (τὰς ναῦς Polyb.; τὸ πορθμεῖον Luc.; τὰ σκάφη Diod.; ὁλκὰς νεωλκηθεῖσα Plut.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: haul the ship on land, bring the ship in dock (Thphr., Plb., D. S.).
Derivatives: Besides νεωλκ-ός = ὁ νεωλκῶν (Arist., Kos Ia, Poll.), -ία f. docking (Aen. Tact., Arist., Thphr.), -ια n. pl. docks (App., H.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Synthetic compp. of ναῦς and ἕλκω; νεωλκός (> *νηϜ-ολκός; Schwyzer 578) including νεωλκ-ία, -ια can as well be a backformation from νεωλκέω (cf. δειροτομέω, πολιορκέω a.o.; Schwyzer 726) as its basis.