καταλαλιά

From LSJ
Revision as of 06:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλᾰλιά Medium diacritics: καταλαλιά Low diacritics: καταλαλιά Capitals: ΚΑΤΑΛΑΛΙΑ
Transliteration A: katalaliá Transliteration B: katalalia Transliteration C: katalalia Beta Code: katalalia/

English (LSJ)

ἡ,

   A evil report, slander, LXXWi.1.11, 1 Ep.Pet.2.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1358] ἡ, üble Nachrede, Beschuldigung, N. T., von Thom. Mag. verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

καταλᾰλιά: ἡ, κακὴ φήμη, συκοφαντία, κατηγορία, κατάκρισις, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
mauvais propos, parole méchante ou injurieuse.
Étymologie: κατάλαλος.

English (Thayer)

καταλαλιάς, ἡ (κατάλαλος, which see), defamation, evil-speaking: Winer s Grammar, 176 (166); Buttmann, 77 (67)). (Clement of Rome, 1 Corinthians 30,1 [ET]; 35,5 [ET], and ecclesiastical writings; not found in classical Greek.)

Greek Monolingual

η (AM καταλαλιά) καταλαλώ
συκοφαντία, κατηγορία, κακογλωσσιά («ἀποθέμενοι... φθόγγους καὶ πάσας καταλαλιάς», ΚΔ).

Greek Monotonic

καταλᾰλιά: ἡ, κακή φήμη, συκοφαντία, δυσφήμιση, κακογλωσσιά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καταλᾰλιά: ἡ злословие, клевета NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλαλιά -ᾶς, ἡ [κατάλαλος] laster, kwaadsprekerij.