μυρσινοειδής

From LSJ
Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐνοειδής Medium diacritics: μυρσινοειδής Low diacritics: μυρσινοειδής Capitals: ΜΥΡΣΙΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: myrsinoeidḗs Transliteration B: myrsinoeidēs Transliteration C: myrsinoeidis Beta Code: mursinoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A myrtle-like, ὄζοι h.Merc.81, cf. Gal.12.31.    II Medic., shaped like a myrtle leaf, of an incision, Antyll. ap. Orib.44.23.47, Aët.15.5. Adv. -δῶς Heliod. ap. Orib.44.8.24, Gal.10.886, Hippiatr. 16.    III μυρσινοειδές, τό, = κληματίς, Dsc.4.7.

German (Pape)

[Seite 222] ές, myrthenähnlich, -artig; ὄζοι, H. h. Merc. 81; Galen. im adv.

Greek (Liddell-Scott)

μυρσῐνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυρσίνην, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 81. Ἐπίρρ. -δῶς, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable au myrte.
Étymologie: μύρσινος, εἶδος.

Greek Monolingual

-ές (Α μυρσινοειδής, -ές)
1. αυτός που είναι όμοιος με τη μυρσίνη
2. (για χειρουργική τομή) αυτή που έχει σχήμα φύλλου μυρσίνης
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυρσινοειδή
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, αλλ. μυρσινίδες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυρσινοειδές
η κληματίδα, το κλαδί της κληματαριάς.
επίρρ...
μυρσινοειδῶς (ΑΜ)
με τρόπο μυρσινοειδή, δηλ. χειρουργ. εκτομή σε σχήμα και μέγεθος φύλλου μυρσίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρσινος + -ειδής].

Greek Monotonic

μυρσῐνοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που μοιάζει με μυρτιά, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

μυρσῐνοειδής: похожий на мирт, миртообразный (ὄζοι HH).