ἐναλήθης

Revision as of 22:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ες,

   A accordant with truth, Longin.15.8. Adv. -θως probably, Luc.VH1.2.

German (Pape)

[Seite 826] ες, in Wahrheit, wahr, Longin. 15, 8. – Adv. ἐναλήθως, wahrscheinlich, Luc. V. H. 1, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνᾰλήθης: -ες, σύμφωνος πρὸς τὴν ἀλήθειαν, τὸ ἔμπρακτον καὶ ἐνάληθες Λογγῖνος π. Ὕψ. 15. 8. - Ἐπίρρ. -θως, πιθανῶς, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
vraisemblable, vrai.
Étymologie: ἐν, ἀληθής.

Spanish (DGE)

-ες
1 verosímil λόγος D.H.Imit.5.1
subst. τὸ ἐνάληθες verosimilitud Longin.15.8.
2 adv. -ως verosímilmente Luc.VH 1.2
en verdad Sch.Clem.Al.Paed.91.23.

Greek Monolingual

-άληθες (AM ἐναλήθης, -άληθες)
Ι. αληθοφανής, πιθανός.

Greek Monotonic

ἐνᾰλήθης: -ες, αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με την αλήθεια· επίρρ., -θως, πιθανώς, σε Λουκ.