συνδιαίτησις

From LSJ
Revision as of 14:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐαίτησις Medium diacritics: συνδιαίτησις Low diacritics: συνδιαίτησις Capitals: ΣΥΝΔΙΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: syndiaítēsis Transliteration B: syndiaitēsis Transliteration C: syndiaitisis Beta Code: sundiai/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A living together, intercorse, Metrod.Herc.831.13, Ph.2.591, J.AJ1.1.2, Plu.Aem.1, Dio 16, etc.; σ. εἰς τοὺς ὑπηκόους ordinary behaviour towards them, Arr. An.4.7.4.

German (Pape)

[Seite 1007] ἡ, das Zusammenwohnen; neben συμβίωσις, Plut. Timol. praef.; sol. an. 23; οὐκ ἴση εἰς τοὺς ὑπηκόους, Arr. An. 4, 7, Betragen gegen die Unterthanen.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαίτησις: ἡ, τὸ συνδιαιτᾶσθαι, συζῆν, συμβίωσις, συνοίκησις, ἐπιμιξία, Πλουτ. Αἰμίλ. 1, Δίων 16, κτλ.· μετά τινος Κλήμ. Ἀλ. 297· σ. εἴς τινα, τρόπος συνήθης πρός τινα, Ἀρρ. Ἀν. 4. 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
habitation ou vie commune, commerce familier.
Étymologie: συνδιαιτάομαι.

Greek Monotonic

συνδιαίτησις: ἡ, συγκατοίκηση, συμβίωση, σαρκική επαφή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαίτησις: εως ἡ совместная жизнь, общение Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιαίτησις -εως, ἡ [συνδιαιτάομαι] het samenleven, relatie.