συνδιαιτάομαι

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδῐαιτάομαι Medium diacritics: συνδιαιτάομαι Low diacritics: συνδιαιτάομαι Capitals: ΣΥΝΔΙΑΙΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: syndiaitáomai Transliteration B: syndiaitaomai Transliteration C: syndiaitaomai Beta Code: sundiaita/omai

English (LSJ)

Pass.,
A live with or together, Th.2.50, Isoc.15.87, Pl.Lg.929d; μετὰ ἀλλήλων Id.Ti.18b; τινι Plu.Num.4, etc.: abs., keep house together, PMasp.153.14 (vi A.D.): metaph., λόγῳ θεωρητοῖς πράγμασιν Ph.1.470; συνδιαιτᾶται ὑπὸ τοῦ περιφύντος πώρου is held together, Gal.18(2).412 (s.v.l.).
II Act. συνδῐαιτάω, decide as διαιτητής together, Poll.8.129, Them.Or.11.146b.

German (Pape)

[Seite 1007] pass., mit, zugleich, zusammen wohnen, leben; von Hunden, Thuc. 2, 50; μετ' ἀλλήλων ξυνδιαιτωμένους ζῆν, Plat. Tim. 18 b, vgl. Legg. XI, 929 d; poet. bei Stob. fl. 11, 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
habiter ou vivre avec.
Étymologie: σύν, διαιτάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδιαιτάομαι, Att. ook ξυνδιαιτάομαι [σύν, διαιτάομαι] samenleven; met dat., met μετά + gen. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαιτάομαι: жить вместе (μετά τινος Plat. и τινι Plut.): διὰ τὸ ξυνδιαιτᾶσθαι Thuc. благодаря совместной жизни (с людьми).

Greek Monotonic

συνδιαιτάομαι: Παθ., κατοικώ με ή από κοινού, συγκατοικώ, συζώ, συμβιώνω, σε Θουκ., Ισοκρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαιτάομαι: παθ., διαιτῶμαι ὁμοῦ, συγκατοικῶ, Θουκ. 2. 50, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 87, Πλάτ. Νόμ. 929D· μετ’ ἀλλήλων ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 18Β· τινι Πλουτ. Νουμ. 4, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. συνδιαιτάω, ἀποφασίζω ὁμοῦ ὡς διαιτητής, Πολυδ. Η΄, 129, Θεμίστ. 146Β.

Middle Liddell

Pass. to dwell with or together, Thuc., Isocr.

Lexicon Thucydideum

una degere, to live together, 2.50.2.