φλεγματώδης
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ες,
A full of phlegm, κεφαλαί Hp.Aër.3. 2 of food, nourishing, Id.Loc.Hom.41. b inflammatory, Pl.R.406a. 3 of persons, phlegmatic, Hp.Epid.3.14, Arist.Pr.860b9. II like phlegm, κάθαρσις Id.HA574b5, 578b19; τὸ αἷμα . . ῥέει -έστερον Hp. Nat.Hom.6. 2 apt to produce phlegm, ὕδατα Id.Aër7 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1291] ες, zsgz. statt φλεγματοειδής, Plat. Rep. III, 406 a.
Greek (Liddell-Scott)
φλεγματώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ φλεγματοειδής, φλογώδης, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, κ. ἀλλ. ἐπὶ τροφῆς, ἀντίθετον τῷ ἰσχναινόμενος, ὁ αὐτ. 421. 9, Πλάτ. Πολ. 406Α. 2) ἐπὶ προσώπων, φλεγματικός, φλεγματικῆς διαθέσεως, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ γ΄ 1080, Ἀριστ. Προβλ. 1. 11. ΙΙ. ὅμοιος φλέγματι, κάθαρσις ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστορ. 6. 20, 5., 29. 3· ἀπομύσσεσθαι φλεγματωδέστατον Ἱππ. 227. 19. 2) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος νὰ παράγῃ φλέγμα, ὕδατα ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 283.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui produit de l’inflammation, inflammatoire.
Étymologie: φλέγμα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες / φλεγματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ φλέγμα, -ατος]
1. (για προσ.) φλεγματικός
2. όμοιος με φλέγμα
αρχ.
1. φλογώδης, φλογισμένος, ερεθισμένος
2. αυτός που παχαίνει, που φουσκώνει
3. αυτός που έχει την ιδιότητα να παράγει φλέγματα.
Greek Monotonic
φλεγμᾰτώδης: -ες (εἶδος), φλεγματικός, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φλεγμᾰτώδης: 1) причиняющий воспаление Plat.;
2) страдающий воспалением, катаральный Arst.;
3) похожий на флегму, слизистый (κάθαρσις Arst.).