πολυήχητος

From LSJ
Revision as of 02:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυήχητος Medium diacritics: πολυήχητος Low diacritics: πολυήχητος Capitals: ΠΟΛΥΗΧΗΤΟΣ
Transliteration A: polyḗchētos Transliteration B: polyēchētos Transliteration C: polyichitos Beta Code: poluh/xhtos

English (LSJ)

Dor. πολυάχ-, ον,

   A loud-sounding, E.Alc.918 (anap.).

German (Pape)

[Seite 663] viel od. laut tönend, Schol. Aesch. Prom. 577. S. πολυάχητος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυήχητος: Δωρ. πολυάχ-, ον, ὁ μεγάλως ἠχῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 918.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. πολυάχητος;
très sonore, retentissant.
Étymologie: πολύς, ἠχέω.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πολυάχητος, -ον, Α
ο πολυηχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ήχητος (< ἠχῶ), πρβλ. ευ-ήχητος].

Greek Monotonic

πολυήχητος: Δωρ. -άχητος[ᾱ], -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυήχητος: дор. πολυάχητος 2 (ᾱ) многошумный, шумливый (κῶμος Eur.).