διατρέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
A run trembling about, flee all ways, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Il.11.486, cf. 17.729, Plu.Marc.29, Brut.18.
German (Pape)
[Seite 607] (s. τρέω), aus einander fliehen; Hom. Iliad. 11, 481 θῶες μέν τε διέτρεσαν; vs. 486 Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος; 17, 729 ἄψ τ' ἀνεχώρησαν διά τ' ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, tmesis. Den Begriff der Furcht enthält das Wort nicht, s. Lehrs Aristarch. p. 91. – Plut. Marcell. 29.
Greek (Liddell-Scott)
διατρέω: μέλλ, -τρέσω, ὑπὸ φόβου φεύγω, διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Ἰλ. Λ.486, πρβλ. Ρ.729.
French (Bailly abrégé)
ao. διέτρεσα;
se disperser en tremblant.
Étymologie: διά, τρέω.
English (Autenrieth)
aor. διέτρεσαν: flee in different directions, scatter in flight. (Il.)
Spanish (DGE)
1 huir espantado διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Il.11.486, 17.729, Q.S.6.559 (tm.), Plu.Marc.29.
2 espantarse, asustarse Plu.Brut.18.
Greek Monolingual
διατρέω (Α) τρέω
1. διασκορπίζομαι
2. τρέπομαι έντρομος σε φυγή.
Greek Monotonic
διατρέω: μέλ. -τρέσω, εξαφανίζομαι, τρέπομαι σε φυγή με κάθε τρόπο, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
διατρέω: (в страхе) разбегаться (Τρῶες διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Hom.): ἀπελθεῖν ποιεῖν τινας διατρέσαντες Plut. обратить кого-л. в паническое бегство.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-τρέω uiteenstuiven.