ἀξιοκοινώνητος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον,
A worthy of our society, Pl.R.371e; worthy to share in, τοῦ συλλόγου Lg.961a.
German (Pape)
[Seite 269] des Umgangs werth; werth, zur Theilnahme zugelassen zu werden, Plat. Re P. II, 371 e Legg. XII, 961 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοκοινώνητος: -ον, ὁ ἄξιος τῆς κοινωνίας, τινὸς Πλάτ. Πολ. 371Ε, Νόμ. 961Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d’être fréquenté.
Étymologie: ἄξιος, κοινωνέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 digno de la comunidad, ἄλλοι διάκονοι Pl.R.371e.
2 digno de participar en τοῦ συλλόγου Pl.Lg.961a.
Greek Monolingual
ἀξιοκοινώνητος, -ον (Α)
όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀξιοκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), άξιος της παρέας κάποιου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιοκοινώνητος: 1) достойный общения (διάκονοι Plat.);
2) достойный участвовать (τοῦ ξυλλόγου Plat.).