ἄπαργμα

From LSJ
Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπαργμα Medium diacritics: ἄπαργμα Low diacritics: άπαργμα Capitals: ΑΠΑΡΓΜΑ
Transliteration A: ápargma Transliteration B: apargma Transliteration C: apargma Beta Code: a)/pargma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = ἀπαρχή (q.v.), in pl., Ar.Pax1056, Lyc. 106.    II = μασχαλίσματα, EM118.22.

German (Pape)

[Seite 280] τό, Erstlingsopfer, τἀπάργματα Ar. Pax 1056; Lycophr. 106; Plut. fort. Rom. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπαργμα: -ατος, τό, = ἀπαρχή, (ὃ ἴδε), καὶ ὡς ἐκεῖνο οὕτω καὶ τοῦτο τὸ πλεῖστον (ἂν οὐχὶ πάντοτε) κατὰ πληθ., Ἀριστοφ. Εἰρ. 1056, Λυσ. 106· ἀπάργματα ὧν αἱ ὧραι φέρουσιν ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθ.) 24651. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλου Ἀποσπ. 381: = μασχαλίσματα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
gener. en plu.
1 primicia(s) δὸς τἀπάργματα Ar.Pax 1056, μηλάτων ἀπάργματα las primicias de los rebaños Lyc.106, πέμψας ἄπαργμα Διί IG 9(2).1135.6 (I a.C.), cf. Tz.Comm.Ar.1.153.5, ἀπάργματα καὶ λοιβήν Plu.2.323b.
2 partes mutiladas de un cadáver de las que se hacía un uso ritual para evitar la venganza del muerto EM 118.22.

Greek Monolingual

ἄπαργμα, το (Α) απάρχω
1. απαρχή
2. ο πρώτος καρπός της σοδειάς.

Greek Monotonic

ἄπαργμα: -ατος, τό = ἀπαρχή, κατά κανόνα στον πληθ., σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄπαργμα: ατος τό только pl. Arph., Plut. = ἀπαρχή 2.