βράβυλος

From LSJ
Revision as of 12:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βράβῠλος Medium diacritics: βράβυλος Low diacritics: βράβυλος Capitals: ΒΡΑΒΥΛΟΣ
Transliteration A: brábylos Transliteration B: brabylos Transliteration C: vravylos Beta Code: bra/bulos

English (LSJ)

ἡ,

   A the tree which bears βράβυλα, Aret.CA2.2, Gp.10.39.    II = βράβυλον, AP9.377 (Pall.).    III seedling peach, Gp.10.13.5. (The forms βράβιλος, βράβηλος are found in codd. of Gp. and AP, βράβηλον EM211.3, βράβιλον codd. of Theoc. and Ath.)

German (Pape)

[Seite 460] ἡ, der Baum, der diese Früchte trägt, Geopon.; auch die Frucht, Pallad. 21 (IX, 377).

Greek (Liddell-Scott)

βράβῠλος: ἡ, δαμασκηνέα, τὁ δένδρον τὁ φέρον βράβυλα, Ἀρετ. π. Θεραπ. Ὀξ. Παθῶν. 2. 2· πρβλ. βάρβιλος. ΙΙ. = βράβυλον, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 377.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Alolema(s): βράβῐλ- AP 9.377 (Pall.), Gp.10.13.4, 5

• Prosodia: [-ᾰ-]
bot.
I como árbol o arbusto
1 endrino Aret.CA 2.2.7, εἶδος φυτοῦ κακοῦ Hsch.
2 ciruelo damasceno, Gp.10.39.
3 albérchigo β. ... καλεῖται τὸ ἀπὸ ὀστέου περσικοῦ φυόμενον δένδρον Gp.10.13.5.
II como fruto ciruela σῦκα ... καὶ βραβίλους καὶ μῆλα AP l.c.

Greek Monolingual

βράβυλος, η (Α)
1. άγρια δαμασκηνιά
2. ο καρπός αγριοδαμάσκηνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βράβυλο].

Greek Monotonic

βράβῠλος: ἡ = βράβυλον, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βράβῠλος: ἡ Anth. = βράβυλον.