βρέξις
From LSJ
εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant
English (LSJ)
εως, ἡ, (βρέχω)
A = βροχή, a wetting, X.Eq.5.9.
German (Pape)
[Seite 463] ἡ, das Benetzen, Xen. Hipparch. 5, 9.
Greek (Liddell-Scott)
βρέξις: -εως, ἡ, (βρέχω) = βροχή, βρέξιμον, ὕγρανσις, Ξεν. Ἱππ. 5, 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de mouiller.
Étymologie: βρέχω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
acción de mojar βλάπτει ... τὰς ὁπλὰς ἡ καθ' ἑκάστην ἡμέραν βρέξις X.Eq.5.9
•remojo, inmersión en recetas, Gal.6.782, 787.
• Etimología: N. de acción en -σις de βρέχω q.u.
Greek Monotonic
βρέξις: -εως, ἡ (βρέχω), βρέξιμο, ύγρανση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
βρέξις: εως ἡ βρέχω смачивание Xen.