εἰκελόνειρος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον,
A dream-like, ἀνέρες Ar.Av.687 (anap.).
German (Pape)
[Seite 726] traumähnlich, Ar. Av. 687, ἀνέρες.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκελόνειρος: -ον, εἴκελος, ὅμοιος ὀνείρῳ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ressemble à un songe.
Étymologie: εἴκελος, ὄνειρος.
Spanish (DGE)
-ον semejante a un sueño ἀνέρες Ar.Au.687.
Greek Monolingual
εἰκελόνειρος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όνειρο.
Greek Monotonic
εἰκελόνειρος: -ον, αυτός που μοιάζει με όνειρο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰκελόνειρος: подобный сновидению, призрачный (ἀνέρες Arph.).