εἰκελόνειρος

From LSJ
Revision as of 19:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκελόνειρος Medium diacritics: εἰκελόνειρος Low diacritics: εικελόνειρος Capitals: ΕΙΚΕΛΟΝΕΙΡΟΣ
Transliteration A: eikelóneiros Transliteration B: eikeloneiros Transliteration C: eikeloneiros Beta Code: ei)kelo/neiros

English (LSJ)

ον,

   A dream-like, ἀνέρες Ar.Av.687 (anap.).

German (Pape)

[Seite 726] traumähnlich, Ar. Av. 687, ἀνέρες.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκελόνειρος: -ον, εἴκελος, ὅμοιος ὀνείρῳ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 687.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ressemble à un songe.
Étymologie: εἴκελος, ὄνειρος.

Spanish (DGE)

-ον semejante a un sueño ἀνέρες Ar.Au.687.

Greek Monolingual

εἰκελόνειρος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όνειρο.

Greek Monotonic

εἰκελόνειρος: -ον, αυτός που μοιάζει με όνειρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

εἰκελόνειρος: подобный сновидению, призрачный (ἀνέρες Arph.).