ἐνηείη

From LSJ
Revision as of 07:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνηείη Medium diacritics: ἐνηείη Low diacritics: ενηείη Capitals: ΕΝΗΕΙΗ
Transliteration A: enēeíē Transliteration B: enēeiē Transliteration C: enieii Beta Code: e)nhei/h

English (LSJ)

ἡ,

   A kindness, gentleness, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος . . μνησάσθω Il.17.670, cf. Opp.H.5.519.

German (Pape)

[Seite 840] ἡ, das Wohlwollen, die Milde; Il. 17, 670; Opp. H. 5, 519; VLL. πρᾳότης.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνηείη: ἡ, (ἐνηὴς) πραότης, προσήνεια, νῦν τις ἐνηείης Πατροκλῆος... μνησάσθω Ἰλ. Ρ. 670, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 5 519.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion.
bonne volonté, douceur.
Étymologie: ἐνηής.

English (Autenrieth)

(ἐνηής): gentleness, amiability, Il. 17.670†.

Greek Monolingual

ἐνηείη, η (Α) ενηής
πραότητα, αγαθότητα, ευπροσηγορία, ευμένεια («νῡν τις ἐνηείης Πατροκλῆος δειλοῑο μνησάσθω», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐνηείη: ἡ (ἐνηής), καλοσύνη, λεπτότητα, πραότητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνηείη: ἡ ласковость, кротость Hom.