δυσπρεπής

From LSJ
Revision as of 19:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρεπής Medium diacritics: δυσπρεπής Low diacritics: δυσπρεπής Capitals: ΔΥΣΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: dysprepḗs Transliteration B: dysprepēs Transliteration C: dysprepis Beta Code: duspreph/s

English (LSJ)

ές,

   A base, undignified, E.Hel.300.

German (Pape)

[Seite 688] ές, unschicklich, Eur. Hel. 307.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρεπής: -ές, ἀπρεπής, ἀναξιοπρεπής, Εὐρ. Ἑλ. 300.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
indécent, inconvenant.
Étymologie: δυσ-, πρέπω.

Spanish (DGE)

-ές
1 indigno, inconveniente ἀγχόναι ... κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται E.Hel.300.
2 feo, deforme Hsch.

Greek Monolingual

δυσπρεπής, -ές (Α)
αναξιοπρεπής.

Greek Monotonic

δυσπρεπής: -ές (πρέπω), απρεπής, αναξιοπρεπής, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρεπής: недостойный, неподобающий (κἂν τοῖσι δούλοις Eur.).