ἐτητυμία

From LSJ
Revision as of 09:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτητῠμία Medium diacritics: ἐτητυμία Low diacritics: ετητυμία Capitals: ΕΤΗΤΥΜΙΑ
Transliteration A: etētymía Transliteration B: etētymia Transliteration C: etitymia Beta Code: e)thtumi/a

English (LSJ)

poet. ἐτητυμίη, ἡ,

   A truth, Call.Aet.3.1.76, AP9.771 (Jul.), Max.462, Orph.Fr.280.7.

German (Pape)

[Seite 1052] ἡ, die Aechtheit, Wahrheit, Iul. Aeg. 33 (IX, 771); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

ἐτητῠμία: ἡ, ἀλήθεια, Ἀνθ. Π. 9. 771, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 69.

Greek Monolingual

ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) ετήτυμος
αλήθεια, γνησιότητα.

Greek Monotonic

ἐτητῠμία: ἡ, αλήθεια, γνησιότητα, αυθεντικότητα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐτητῠμία: ион. ἐτητῠμίη ἡ правда, истина Anth.