ἑσπερίς
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
German (Pape)
[Seite 1043] ίδος, ἡ, bes. fem. zum Vorigen, abendlich, westlich, z. B. ἅλμη, Nonn. D. 6, 219; νῆσος, D. Per. 563. – Als subst. die Nachtviole, die Abends am stärksten riecht, Theophr. – S. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσπερίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑσπέριος, δυσμική, δυτική, Διον. Π. 563. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἄνθος τι εὐωδιάζον τὴν ἑσπέραν, ἴσως τὸ κοινῶς λεγόμενον «μανουσάκι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 17, 3. 2) ὡς ὄνομα κύρ., Ἑσπερίδες, αἱ θυγατέρες τῆς Νυκτὸς περὶ ὧν ἐμυθολογεῖτο ὅτι κατῴκουν ἐπὶ τινος νήσου τοῦ Ὠκεανοῦ πρὸς τὴν ἑσπερίαν ἄκραν τοῦ κόσμου καὶ ἐφύλαττον τὸν περίφημον κῆπον τῶν χρυσῶν μήλων, Ἡσιόδ. Θ. 215. 518· - ἐπιστεύετο δὲ ὅτι ἦσαν τρεῖς τὸν ἀριθμόν, πιθανῶς ἐκ τοῦ ἐν Θεογονίᾳ 275 νόθου στίχου τοῦ Ἡσιόδου· κατὰ τὸν Διόδ. (4. 27), ἦσαν θυγατέρες τοῦ Ἄτλαντος, καὶ ἑπτὰ τὸν ἀριθμόν. 3) αἱ Ἑσπ. νῆσοι, παρὰ Στράβ. 150, = αἱ Μακάρων νῆσοι· - παρὰ Διοδ. Π. 563, = αἱ Κασσιτερίδες.
Greek Monotonic
ἑσπερίς: -ίδος, ως κύριο όνομα, Ἑσπερίδες, αἱ, οι Εσπερίδες, νύμφες, κόρες της Νύχτας, που κατοικούσαν σε ένα νησί του Ωκεανού στην δυτική άκρη του κόσμου, και φρουρούσαν έναν κήπο με χρυσά μήλα, σε Ησίοδ.