εὐηθικός
English (LSJ)
ή, όν,
A like an εὐήθης, goodnatured, ironically, Pl.R.343c, Chrm.175c. 2 simple, foolish, εὐηθικώτερόν ἐστι ἢ ὥστε . . Arist.Ph.218b8, cf. Iamb.Myst.3.17. Adv. -κῶς Ar.Nu.1258, Arist. GA757a2; εὐ. ἔχειν Pl.Hp.Ma.301d.
German (Pape)
[Seite 1066] ή, όν, dem εὐήθης eigen, gutmüthig, treuherzig, ἄρχει τῶν ὡς ἀληθῶς εὐηθικῶν τε καὶ δικαίων Plat. Rep. I, 343 c, der leicht nachgiebt, im Ggstz von σκληρός, Charm. 175 d; tadelnd, einfältig, Sp.; so auch adv., Ar. Nubb. 1258; ἔχειν Plat. Hipp. mai. 301 d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηθικός: -ή, -όν, ὡς εὐήθης, ἔχων καλὸν ἦθος, μὲ «καλὰ φυσικά», Πλάτ. Πολ. 343C, Χαρμ. 175C. 2) ἀνόητος, μωρός, εὐηθικώτερόν ἐστί τι Ἀριστ. Φυσ. 4. 10, 8. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 1258· εὐηθ. ἔχειν Πλάτ. Ἱππ. μείζων 301D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui convient à un homme simple, simple, honnête.
Étymologie: εὐήθης.
Greek Monolingual
εὐηθικός, -ή, -όν (ΑΜ) ευήθης
1. ευήθης, με καλό ήθος, καλό χαρακτήρα
2. υπερβολικά αφελής, χαζός.
επίρρ...
εὐηθικῶς
ανόητα, χαζά.
Greek Monotonic
εὐηθικός: -ή, -όν (εὐήθης), αυτός που έχει καλή φύση, ποιότητα ήθους, σε Πλάτ.· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐηθικός: Plat., Arst. = εὐήθης.