εὔμνηστος

From LSJ
Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμνηστος Medium diacritics: εὔμνηστος Low diacritics: εύμνηστος Capitals: ΕΥΜΝΗΣΤΟΣ
Transliteration A: eúmnēstos Transliteration B: eumnēstos Transliteration C: eymnistos Beta Code: eu)/mnhstos

English (LSJ)

Dor. εὔ-μναστος, ον,

   A well-remembering, mindful, τινος S.Tr.108 (lyr.); χρηστήριον Boeoi.

German (Pape)

[Seite 1081] wohl eingedenk, τινός Soph. Tr. 108.

Greek (Liddell-Scott)

εὔμνηστος: -ον, καλῶς ἐνθυμούμενος, σκεπτόμενος περί τινος, τινὸς Σοφ. Τρ. 109 (ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ εὔμναστος), Ποιητ. παρὰ Παυσ. 10. 5, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se souvient fidèlement de, gén..
Étymologie: εὖ, μιμνῄσκομαι.

Greek Monolingual

εὔμνηστος, -ον, δωρ. τ. εὔμναστος, -ον (Α)
αυτός που θυμάται ή αναπολεί, που σκέπτεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνηστός (< μνάομαι «ενθυμούμαι»)].

Greek Monotonic

εὔμνηστος: Δωρ. -μναστος, -ον, αυτός που θυμάται καλά, επιμελής, προσεκτικός σε κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔμνηστος: дор. εὔμνᾱστος 2 хорошо запомнивший, крепко помнящий (τινος Soph.).