ἠπιόθυμος

From LSJ
Revision as of 18:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπῐόθῡμος Medium diacritics: ἠπιόθυμος Low diacritics: ηπιόθυμος Capitals: ΗΠΙΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: ēpióthymos Transliteration B: ēpiothymos Transliteration C: ipiothymos Beta Code: h)pio/qumos

English (LSJ)

ον,

   A gentle of mood, APl.4.65, Orph.H.59.15.

German (Pape)

[Seite 1174] sanftmüthig, Ep. (Plan. 65) u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπιόθῡμος: -ον, πρᾷος τὴν διάθεσιν, Ἀνθ. Πλαν. 65, Ὀρφ. Ὕμν. 58. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un caractère doux.
Étymologie: ἤπιος, θυμός.

Greek Monolingual

ἠπιόθυμος, -ον (Α)
ο πράος στη διάθεση, ο ήμερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -θυμoς (< θυμός), πρβλ. οξύ-θυμος].

Greek Monotonic

ἠπιόθῡμος: -ον, πράος ως προς τη διάθεση, φιλήσυχος, σε Ανθ.