κακομέλετος

From LSJ
Revision as of 06:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομέλετος Medium diacritics: κακομέλετος Low diacritics: κακομέλετος Capitals: ΚΑΚΟΜΕΛΕΤΟΣ
Transliteration A: kakoméletos Transliteration B: kakomeletos Transliteration C: kakomeletos Beta Code: kakome/letos

English (LSJ)

ον, (μελέτη)

   A busied with evil, full of evil augury, κ. ἰά A.Pers. 937 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1301] ἰά, Aesch. Pers. 936, nach Schol. θρῆνον ἀμελῆ καὶ ἄμουσον ἔχουσα, Unglück singend, von μέλος od. μελετάω.

Greek (Liddell-Scott)

κακομέλετος: -ον, (μελέτη, οὐχὶ ἐκ τοῦ μέλος) πλήρης κακῶν οἰωνῶν, κακομέλετον ἰὰν Μαριανδυνοῦ θρηνητῆρος Αἰσχύλ. Πέρσ. 936, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. Μαριανδυνὸς θρῆνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui chante des malheurs.
Étymologie: κακός, μελέτη.

Greek Monolingual

κακομέλετος, -ον (Α)
ο γεμάτος κακούς οιωνούς, δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + μελετῶ].

Greek Monotonic

κᾰκομέλετος: -ον (μέλομαι), πλήρης, γεμάτος κακούς οιωνούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομέλετος: предвещающий беду, зловещий (ἰά Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακομέλετος -ον [κακός, μελέτη] onheilspellend.