καρποτόκος

From LSJ
Revision as of 07:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποτόκος Medium diacritics: καρποτόκος Low diacritics: καρποτόκος Capitals: ΚΑΡΠΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: karpotókos Transliteration B: karpotokos Transliteration C: karpotokos Beta Code: karpoto/kos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A bearing fruit, epith. of Demeter, v.l. in AP12.225 (Strat.), of Isis, APl.4.264: metaph., Ph.1.53.

German (Pape)

[Seite 1329] Frucht erzeugend; Δημήτηρ Strat. 67 (XII, 225); 'Ισις Ep. ad. 271 (Plan. 264); Philo.

Greek (Liddell-Scott)

καρποτόκος: -ον, καρποφόρος, Ἀνθ. Π. 12. 225, Φίλων 1. 53, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des fruits.
Étymologie: καρπός, τίκτω.

Greek Monolingual

καρποτόκος, -ον και ποιητ. τ. θηλ. καρποτόκεια (Α)
αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο-τόκος, θεο-τόκος.

Greek Monotonic

καρποτόκος: -ον (τίκτω), καρποφόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καρποτόκος: рождающий плод, выращивающий плоды (Δημήτηρ Anth.).