ῥηνοφορεύς

From LSJ
Revision as of 03:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηνοφορεύς Medium diacritics: ῥηνοφορεύς Low diacritics: ρηνοφορεύς Capitals: ΡΗΝΟΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: rhēnophoreús Transliteration B: rhēnophoreus Transliteration C: rinoforeys Beta Code: r(hnoforeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A clad in sheepskin, of Dionysus, AP9.524.18.

German (Pape)

[Seite 840] ὁ, der einen Schaafpelz trägt, Hymn. in Dionys. (IX, 524, 18).

Greek (Liddell-Scott)

ῥηνοφορεύς: ὁ, ἐνδεδυμένος δορὰν προβάτου, ἓν ἐκ τῶν πολλῶν ἐπιθέτων τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 18.

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
vêtu d’une peau d’agneau.
Étymologie: ῥήν, φέρω.

Greek Monolingual

έως, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φοράει δέρμα αρνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ λ. ῥήν].

Greek Monotonic

ῥηνοφορεύς: ὁ (φέρω), ντυμένος, καλυμμένος με προβιά προβάτου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥηνοφορεύς: έως adj. m одетый в овечью шкуру (Διόνυσος Anth.).