στιχογράφος

From LSJ
Revision as of 04:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐχογράφος Medium diacritics: στιχογράφος Low diacritics: στιχογράφος Capitals: ΣΤΙΧΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: stichográphos Transliteration B: stichographos Transliteration C: stichografos Beta Code: stixogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A verse-writer, App.Anth.5.12.

German (Pape)

[Seite 944] Verse schreibend, der Dichter, Ep. ad. 533 (App. 212).

Greek (Liddell-Scott)

στῐχογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων στίχους, στιχουργός, Ἀνθ. Π. παράρτ. 321.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui écrit des vers, poète.
Étymologie: στίχος, γράφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
αυτός που γράφει στίχους, στιχουργός
νεοελλ.
(με ειρωνική και υποτιμητική σημ.) ασήμαντος ποιητής, στιχοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -γράφος].

Russian (Dvoretsky)

στῐχογράφος: (ᾰ) ὁ стихотворец Anth.