συνεξαπατάω

From LSJ
Revision as of 09:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰπᾰτάω Medium diacritics: συνεξαπατάω Low diacritics: συνεξαπατάω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΠΑΤΑΩ
Transliteration A: synexapatáō Transliteration B: synexapataō Transliteration C: syneksapatao Beta Code: sunecapata/w

English (LSJ)

   A deceive together or also, D.23.159:—Pass., Id.16.2, Str.14.1.24; ὁ Συνεξαπατῶν, name of a play by Bato.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰπᾰτάω: ἐξαπατῶ ὁμοῦ ἢ ὁμοίως, εἰ μὴ ξυνηπάτουν αὐτοὶ Δημ. 673. 2. ― Παθητ., ξυνηπατημένων ὑμῶν ὁ αὐτ. 202. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tromper avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξαπατάω.

Greek Monotonic

συνεξᾰπᾰτάω: μέλ. -ήσω, εξαπατώ επίσης ή από κοινού, σε Θουκ.· με δοτ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνεξᾰπᾰτάω: вместе или одновременно обманывать Dem.: τοῦ Γέλωνος ἐξαπατωμένου, συνεξαπατώμενος ὁ Νεοπτόλεμος Plut. когда был обманут Гелон, вместе с ним обманут был и Неоптолем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εξαπατάω mede geheel bedriegen.