φαλαντίας

From LSJ
Revision as of 05:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλαντίας Medium diacritics: φαλαντίας Low diacritics: φαλαντίας Capitals: ΦΑΛΑΝΤΙΑΣ
Transliteration A: phalantías Transliteration B: phalantias Transliteration C: falantias Beta Code: falanti/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A bald man, Luc.Philops.18.

German (Pape)

[Seite 1253] ὁ, = φαλανθίας, v. l. bei Luc., Poll. 2, 26.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός, Λουκ. Φιλοψευδ. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chauve sur le front.
Étymologie: φαλός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φαλακρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλανθος «αυτός που είναι φαλακρός στο μέτωπο» + επίθημα -ίας (πρβλ. μετωπ-ίας). Το -ντ- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς τα ρηματ. επίθ. σε -αντος (πρβλ. ἀθέρμ-αντος, ἀλεύκ-αντος)].

Greek Monotonic

φᾰλαντίας: -ου, ὁ, φαλακρός άντρας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλαντίας: ου adj. m Luc. = φάλανθος.