λίγγω
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
German (Pape)
[Seite 43] nur λίγξε βιός, der Bogen schwirrte, ertönte laut, Il. 4, 125; vgl. λίγα, λιγύς u. λίζω, nach E. M. onomatopoetisch.
Greek (Liddell-Scott)
λίγγω: μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, λίγξε βιός, τὸ τόξον ἔκλαγγεν, Ἰλ. Δ. 125, πρβλ. λίγξ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. poét. λίγξε;
résonner avec force.
Étymologie: λιγύς.
English (Autenrieth)
aor. λίγξε: twang, Il. 4.125†.
Greek Monotonic
λίγγω: μόνο στον Επικ. αόρ. αʹ, λίγξε βιός, το τόξο αντήχησε δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
λίγγω: (только 3 л. sing. aor.) звучать, гудеть (λίγξε βιός Hom.).