ὁμόδαμος

From LSJ
Revision as of 01:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est du même peuple.
Étymologie: ὁμός, δῆμος.

English (Slater)

ὁμόδᾱμος
   a of one united people ἄτερ δ' εὐνᾶς ὁμόδαμον κτισσάσθαν λίθινον γόνον pr. (O. 9.44)
   b c. dat., of the same people Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει (I. 1.30)

Greek Monotonic

ὁμόδᾱμος: -ον, Δωρ. αντί ὁμό-δημος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόδᾱμος: дор. = *ὁμόδημος.