παρακλίντωρ

From LSJ
Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλίντωρ Medium diacritics: παρακλίντωρ Low diacritics: παρακλίντωρ Capitals: ΠΑΡΑΚΛΙΝΤΩΡ
Transliteration A: paraklíntōr Transliteration B: paraklintōr Transliteration C: paraklintor Beta Code: parakli/ntwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = παρακλίτης, AP9.257 (Apollonid.).

German (Pape)

[Seite 483] ορος, ὁ, = παρακλίτης, Apollds. 11 (IX, 257).

Greek (Liddell-Scott)

παρακλίντωρ: -ορος, ὁ, = παρακλίτης, Ἀνθ. Π. 9. 257.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, Α
αυτός που δειπνεί ξαπλωμένος κοντά σε κάποιον άλλο, δηλ. ο συμποσιαζόμενος, ο φιλοξενούμενος («παρακλίντορας ἔκτανεν ἄνδρας», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρακλίνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. σημάν-τωρ)].

Greek Monotonic

παρακλίντωρ: -ορος, ὁ = παρακλίτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

παρακλίντωρ: ορος ὁ Anth. = παρακλίτης.