γαμίζω
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
A give a daughter in marriage, A.D. Synt.280.11, 1 Ep.Cor.7.38.
German (Pape)
[Seite 473] verheirathen, von Eltern, die ihre Tochter einem Manne geben. – Med., sich verheirathen lassen, heirathen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γαμίζω: δίδω θυγατέρα εἰς γάμον, Ἀπολλ. π. συντ. σ. 277, καὶ οὕτως ὁ Lachm. ἐν τῇ Α΄ πρὸς Κορινθ. ζ΄, 38 · ― μέσ., λαμβάνω εἰς γυναῖκα, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
donner en mariage.
Étymologie: γάμος.
Spanish (DGE)
I 1dar en matrimonio a una hija, A.D.Synt.280.11, Eu.Matt.24.38.
2 convertir en esposa a la prometida de uno τὴν ἑαυτοῦ παρθένον 1Ep.Cor.7.38.
II en v. med. casarse la mujer οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται Eu.Marc.12.25, Eu.Matt.22.30, Eu.Luc.17.27.
Greek Monolingual
(AM γαμίζω) γάμος
(αδιακρίτως φύλου) συνουσιάζομαι
αρχ.-μσν.
παντρεύω (την κόρη μου).
Greek Monotonic
γαμίζω: (γάμος), παραδίδω σε γάμο, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
γᾰμίζω: выдавать замуж (τὴν παρθένον ἑαυτοῦ NT): med.-pass. выходить замуж NT.