λιποστράτιος

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λιποστράτιος, -ία, -ον) λιπόστρατος
το θηλ. ως ουσ. η λιποστρατία
η εγκατάλειψη του στρατού, η λιποταξία
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το λιποστράτιον
η λιποστρατία, η λιποταξία
2. φρ. «λιποστρατίου δίκη» ή «λιποστρατίου γραφή» — αγωγή και δίκη εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό, που λιποτάκτησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιποστράτιος < λιπ(ο)- + στράτιος.